- φυσερό
- τοφυσητήρας (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσερό — το, Ν φυσητήρας, όργανο με το οποίο φυσιέται αέρας για να αναρριπίζει τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα ή φυσῶ + κατάλ. ερό (πρβλ. λαδ ερό, τσαγ ερό)] … Dictionary of Greek
φυσητήρας — ο / φυσητήρ, ῆρος, ΝΑ 1. το φυσερό 2. το όργανο τής φάλαινας με το οποίο αυτή ξεφυσάει το νερό νεοελλ. 1. ζωολ. α) γένος και κοινή ονομασία τού κητώδους θηλαστικού Physeter macrocephalus (catodon) τής οικογένειας φυοητηρίδες, γιγάντιου… … Dictionary of Greek
ακορντεόν — Μουσικό όργανο. Εφευρέθηκε από τον Αυστριακό Ντάνιαν το 1829 και τελειοποιήθηκε από τον Γάλλο Κ. Μπιφέ το 1839. Διαθέτει γλωττίδες που περιέχονται σε δύο θήκες, οι οποίες συνδέονται με ένα φυσερό, το οποίο, καθώς είναι ελεύθερο, τις βάζει σε… … Dictionary of Greek
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
φυσούνα — η, Ν 1. φυσερό 2. κοινή ονομασία διάταξης καλύμματος στο μέρος άρθρωσης μεγάλου οχήματος, αποτελούμενου από δύο ή περισσότερα τμήματα, η οποία μοιάζει με μεγάλο φυσερό («λεωφορείο με φυσούνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσούνι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φόλλις — εως, ὁ, ΜΑ, και φόλις, ὁ, και φόλλη, ἡ, Μ, και φόλης και φόλλος Α (βυζ.) επαργυρωμένο χάλκινο νόμισμα που καθιερώθηκε στις αρχές τού 4ου αιώνα και ήταν ισοδύναμο με το 1/24 τού μιλιαρισίου μσν. απροσδιόριστο χρηματικό ποσό αρχ. 1. φυσερό 2. φόρος … Dictionary of Greek
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
φυσητήρας — ο 1. συσκευή που φυσάει αέρα, ασκός ειδικός για φύσημα (βλ. λ.), φυσερό, φυσούνα. 2. σύνεργο για το φύσημα ισχυρού ρεύματος αέρα σε καμίνια μεταλλοτεχνίας, χυτήρια κτλ., φυσερό. 3. το φυσητήριο όργανο της φάλαινας, η τρύπα με την οποία η φάλαινα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσκωμα — ἄσκωμα, το (Α) 1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών 2. φουσκωμένο ασκί 3. φυσερό 4. ο μαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.] … Dictionary of Greek
ακροφύσιο — Άκρο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας ενός φυσερού ή μιας φυσούνας. Τα α. είναι κυρίως κατάλληλα διαμορφωμένοι σωλήνες με στενή έξοδο ώστε το ρευστό (ο αέρας ή το καύσιμο κλπ.) να ρέει με μεγάλη ταχύτητα μέσα σε άλλο ρευστό για να επιτυγχάνεται… … Dictionary of Greek